συνανασκάπτω

συνανασκάπτω
ΜΑ
μσν.
συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου
αρχ.
ανασκάπτω επίσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνανασκάψαντα — συνανασκάπτω dig up besides aor part act neut nom/voc/acc pl συνανασκάπτω dig up besides aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανασκάπτοντες — συνανασκάπτω dig up besides pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”